- καλοσυλλογίζομαι
- σκέπτομαι κάτι σοβαρά, συλλογίζομαι με σύνεση, μελετώ επισταμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοσυλλογίζομαι — καλοσυλλογίστηκα, καλοσυλλογισμένος, σκέπτομαι κάτι καλά: Καλοσυλλογίσου το αυτό και το ξανασυζητάμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek